- ἀπροσκόλλητος
- ἀπροσ-κόλλητος, ον,A not adhering,
τινί Eust.1940.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί Eust.1940.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απροσκόλλητος — η, ο (Μ ἀπροσκόλλητος, ον) αυτός που δεν είναι προσκολλημένος κάπου αρχ. αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια υπηρεσία … Dictionary of Greek
ἀπροσκολλήτως — ἀπροσκόλλητος not adhering adverbial ἀπροσκόλλητος not adhering masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσκόλλητον — ἀπροσκόλλητος not adhering masc/fem acc sg ἀπροσκόλλητος not adhering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)